- σουργούνι
- και σιργούνι το, Νεξορία, εκτόπιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. surgun].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουργούνι — το εξορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεργούνι — το, Ν βλ. σουργούνι … Dictionary of Greek
σιργούνι — και σεργούνι, το, Ν βλ. σουργούνι … Dictionary of Greek
σουργούνης — ο, Ν αυτός που έχει διωχθεί από την πατρίδα του, εξόριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. surgun (πρβλ. σουργούνι)] … Dictionary of Greek
σιργούνι, το — και σεργούνι,το και σουργούνι, το (λ. τουρκ.) 1. εξορία. 2. μτφ., ρεζίλεμα: Τον έκανε σιργούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)